χαροπαλεύω

χαροπαλεύω
Ν
1. παλεύω με τον θάνατο, ψυχορραγώ
2. (γενικά) αγωνίζομαι να σωθώ από καταστροφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρος + παλεύω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • χαροπαλεύω — χαροπαλεύω, χαροπάλεψα βλ. πίν. 17 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • χαροπαλεύω — χαροπάλεψα 1. παλεύω με το Χάρο, ψυχομαχώ: Χαροπαλεύει και έφεραν τον παπά να τον μεταλάβει. 2. αγωνίζομαι πολύ για να τα βγάλω πέρα, τσακίζομαι: Χαροπαλεύει για να επαρκέσει στις ανάγκες της πολυμελούς οικογένειας του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαροπάλεμα — το, Ν [χαροπαλεύω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού χαροπαλεύω …   Dictionary of Greek

  • ψυχορραγώ — ψυχορραγῶ, έω, ΝΜΑ [ψυχορραγής] χαροπαλεύω, ψυχομαχώ …   Dictionary of Greek

  • ψυχορραγώ — ψυχορράγησα, ψυχομαχώ, βρίσκομαι σε επιθανάτια αγωνία, χαροπαλεύω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”